Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

ΛΟΙΠΟΝ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΓΥΡΕΥΑ ΕΙΜΑΙ: ένα φιλί που δεν εξελίχθηκε ουδέ κατ’ ελάχιστον από καταβολής κόσμου…

 Δεν υπάρχει αίσθηση χωρίς σκέψη, αλλά δεν αρκεί να σκεφτόμαστε για να ζούμε. Στην Ποίηση οι λέξεις πρέπει να φέρνουν κάτι απ’ το αμέριστο του κόσμου αλλιώς το ανεπαίσθητο εκείνο ρίγος που κλονίζει την ύπαρξη ξεπερνώντας τη, θα χαθεί...

Η ποίηση του Ελύτη, κατά βάθος, είναι όπως το φως, μερικές φορές τρομαχτική, σε ρηγματώνει:

«Θάλασσα Λανθασμένη δε γίνεται…

O Λόγος είναι των στερνών η φρόνηση / κι ο Χρόνος ο γλύπτης των ανθρώπων.

Δεν είναι φρόνιμη γωνιά η παλαίστρα της ψυχής.

Δεν είμαι σήμερα όπως ήμουν χθες

Οι Ανεμοδείχτες μ' έμαθαν να νιώθω.  

Λοιπόν αυτός που γύρευα είμαι…»

Γιατί «το φιλί, που δεν εξελίχθηκε ουδέ κατ’ ελάχιστον από καταβολής κόσμου, τυχαίνει να είναι το πιο καινούργιο και αμεταχείριστο πράγμα που διαθέτουμε», αποφαίνεται ο Ποιητής

Επειδή ο τρόπος που δυο άνθρωποι ερωτεύονται δεν έχει αλλάξει μα ούτε ποτέ προσδιοριστεί.

Είτε πρόκειται για τις «λευκές αϋπνίες των κύκνων» στους στίχους του,

είτε για τις «καθαρές μονάδες» που είναι οι άνθρωποι στα χέρια του Παπαδιαμάντη,

είτε για τον Ρωμανό το Μελωδό, που «η Παναγία τον έκανε άξιο να μεταμοσχεύσει από τον κορμό του αρχαίου στον κορμό του μεσαιωνικού ελληνισμού έναν ειδικό τρόπο του εκφράζεσθαι που έφτασε σώος ως τις μέρες μας»…

Σκέφτομαι πως ο Σεζάν στοχαζόταν μια ολόκληρη ώρα πριν βάλει την πινελιά πάνω στο μουσαμά, γιατί αυτή η πινελιά έπρεπε να «περιέχει τον αέρα, το φως, το αντικείμενο, το χαρακτήρα, το ύφος. Στον διάβολο αν δεν καταλαβαίνουν πως συνδυάζοντας ένα θολό πράσινο μ’ ένα κόκκινο κάνει κανείς ένα στόμα να φαίνεται λυπημένο»...

 «Κάποτε είναι μια κοπέλα που μας σταματά, κάποτε πάλι δυο τρεις στίχοι…

Ω, ας είναι καλά ο άγγελος μου ο κατεβασμένος από κάποιο τέμπλο, θεός του ανέμου συνάμα κι Έρως και Γοργόνα, θα ’λεγες τον είχα κάνει πριν γεννηθώ ειδική παραγγελία.

Με την ευλογία του παλαντζάρω καλύτερα τις φουρτούνες τις δικές μου και προχωρώ στις επικίνδυνες περιοχές, τα ύφαλα και τις κρυφονεριές, περασμένα μεσάνυχτα με αναμμένα τα δυο μου φωτάκια πρόσω ηρέμα…

 (κι άλλα αποσπάσματα από κριτικές και σχόλια για τον Ποιητή και την Ποίησή του από το τεύχος του ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟΥ που ήταν αφιερωμένο στα 100 χρόνια από τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη – ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ Δεκέμβριος 2011 με Επιμύθιο από την ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΔΟ: «αυτά που μ’ αρέσουν τόσο μακριά από τα πράγματα, τόσο κοντά στο κρυφό τους καρδιοχτύπι… Αυτά που μ’ αρέσουν είναι και η Μοναξιά μου)

 


Η ΦΩΤΕΙΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΥΓΕΙΑ ΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ (αποσπάσματα κριτικής για την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη 2 Νοεμβρίου 1911- 18 Μαρτίου 1996) 

Υποστηρίζω ότι η φωτεινότητα και η διαύγεια των στίχων του Ελύτη, η βαθιά γνωριμία του με την αμεσότητα του πρωταρχικού και του ουσιώδους, η συνεχής αναγωγή του στο πιο απλουστευμένο κομμάτι του εαυτού μας, και συνεπώς γι’ αυτό αξεπέραστο σε ενότητα, δρουν χωρίς διαμεσολάβηση.

«Επειδή το τέρμα βρίσκεται πάντοτε στη φύση, πιο συγκεκριμένα στον παλμό κάποιου ζωντανού οργανισμού», γράφει στο Εν Λευκώ.

Θεωρώ ότι η πρόταση του Ελύτη για τη φύση βρίσκεται σε εντελώς διαφορετικά σημεία από αυτά που γενικά πιστεύεται.

Το ελληνικό φως έχει μια τρομαχτική βεβαιότητα. Άλλοτε η παρουσία του είναι λεπταίσθητη και αναδυτική και άλλοτε γίνεται ακαταμάχητη, διαλύοντας τα πάντα.

Ένα τοπίο διατρέχει αυτοστιγμή την αιωνιότητα ερμηνεύοντάς την.

Τα χρώματα ποτέ δεν επαναλαμβάνονται. Ένα επιπλέον ή κάτι λιγότερο κάνει πάντα τη διαφορά σε επίπεδο συναισθημάτων.

«Μπορείς να δεις τον κόσμο όλον  μέσα σε μια σταγόνα νερό», έλεγε ο Γκαίτε, κι αυτό μας πάει απευθείας στη διαύγεια των στίχων του Ελύτη.

«Το νερό που ήμουνα έχει από καιρό κατασταλάξει, έτσι που να βλέπεις μέσα του καθαρά. Εάν αυτό είναι «κάτι» ή «τίποτα», έχει πάψει να με αφορά», γράφει σ’ ένα κείμενο του για τον Ανδρέα Εμπειρίκο.

Ο Ελύτης στέκεται ακίνητος μπροστά στον παγανισμό της φύσης και τον αποκαλύπτει: πρίσμα διάφανο απ’ όπου η ζωή ιριδίζει και αυτοπροτείνεται, κόκκο άμμου με δυνατότητα του ονείρου μέσα σε μια ολοφάνερη ακρογιαλιά την ώρα του πιο γνώριμου ήλιου.

Οι αισθήσεις συλλαμβάνουν το στιγμιαίο, αλλά αργότερα η κάθε στιγμή διευρύνεται. Αν οι αισθήσεις δεν συνελάμβαναν αρχικά σύνολα, ο κόσμος θα έδινε μια χαοτική εικόνα, διόλου κατανοητή και προσεγγίσιμη. Αν ο Σπινόζα αναφέρει πως τα πάθη υποβάλλουν τη λογική μας και οι Στωικοί ότι ο άνθρωπος οφείλει να μην είναι στο έλεος των αισθήσεών του, ο Ελύτης μας προτείνει ένα μεγαλύτερο πάθος, τη συνειδησιακή ελευθερία της αίσθησης στη ζωή και στη φύση.

Μια αφιλόκερδη ματιά και φτάνεις απευθείας στο θαύμα που έρχεται να σου επιδειχθεί.

 «Αν δεν είχα κάτι το πολύ δυνατό κι αθώο συνάμα να με συντηρεί, όπως οι μέντες και οι λουίζες που ευδοκιμούν στον εξώστη μου, θα ’χα πεθάνει της πείνας.

Τόσο μακριά βρίσκομαι από τα πράγματα, τόσο κοντά στο κρυφό τους καρδιοχτύπι. Ξυπνάω τις νύχτες ανήσυχος για κάποιαν απόχρωση του μοβ. ποτέ μου όμως για το τι μπορεί να γίνεται στα εμπορεία της αγοράς», γράφει στην Ιδιωτική Οδό.

Εγώ ήρθα μόνον να πω πως η ποίηση του Ελύτη, κατά βάθος, είναι όπως το φως, μερικές φορές τρομαχτική σε ρηγματώνει.

Μια απόχρωση του μοβ, ένα θολό πράσινο είναι που σε φέρνουν αντιμέτωπο με τον εαυτό σου.

Γιατί «αν τα δημιουργήματα δεν συνιστούν απόκτημα, αυτό δεν συμβαίνει απλώς επειδή όπως όλα τα πράγματα, περνούν. Αυτό συμβαίνει επειδή έχουν – όπως λέει ο Μωρίς Μερλώ – σχεδόν όλη τη ζωή μπροστά τους».

 [ΠΗΓΗ: Λέλη Μπέη, ΕΝΕΤΥΚΤΗΡΙΟ ειδικό τεύχος αφιερωμένο στα 100 χρόνια από τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη Δεκέμβριος 2011]

 

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΑΙΧΤΗΣ ΠΟΥ ΑΣΚΕΙ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ

Το Ποίημα, ο Ποιητής και ο Αναγνώστης: μια «περιήγηση» στο ΟΛΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΘΕΑΜΑ και τους επτά αντικατοπτρισμούς του στα ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ του Οδυσσέα Ελύτη

 

ΠΟΙΗΜΑ – ΘΕΩΡΙΑ

Το πρώτο ποίημα της συλλογής ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΕΥΚΑΡΙΑΣ, «Ο Κήπος βλέπει», πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΣΠΕΙΡΑ με την υπόδειξη-νύξη του ποιητή: ποίημα-θεωρία. Επειδή ο ποιητής Ελύτης δεν γράφει ποτέ τίποτε στην τύχη, θα ριψοκινδυνέψω την υποδειξη στηριζόμενη στα «ενώτια παμφανόωντα» της θεωρίας, εφόσον σ’ αυτήν θεμελιώνεται το Παιχνίδι μέσα στο οποίο εμπλέκονται ως «θεωροί», το ποίημα, ο ποιητής και η αναγνώστρια.

Καταρχάς ο τίτλος Ο ΚΗΠΟΣ ΒΛΕΠΕΙ είναι στην κυριολεξία «θεωρός» αφού, τοποθετημένος όπως είναι στο παρακείμενο, όχι μόνο ονομάζει-θεωρεί το όλο ποιητικό θέαμα αλλά και τους επτά αντικατοπτρισμούς του εντός του κειμένου. Όπως ο Δημιουργός το δημιούργημα του, θεώμενος εαυτόν θεάται. Γιατί, «είναι η λειτουργία του θεϊκού Νου να βλέπει όχι δια μέσου κάποιου πράγματος αλλά δια και από τον εαυτό του και μόνο επειδή το αντικείμενό του δεν είναι εξωτερικό. Φως ο ίδιος, βλέπει ένα φως, δηλαδή βλέπει τον εαυτό του» (Πλωτίνος)

Φράση-πυρήνας του ποιητικού σύμπαντος, εντός αλλά και εκτός, αφού η μορφή των γραμμάτων και η απόσταση (και όχι μόνο) τη διαχωρίζει από το σώμα του υπόλοιπου ποιήματος. «Ο Κήπος βλέπει» είναι ταυτόχρονα και τόπος «εξ ου θεάται τις» και υποκείμενο της θεωρίας εφόσον «θεάται», αλλά και αντικείμενο θεωρίας προς το οποίο προσβλέπει η επιθυμία του θεωρού ο οποίος βρίσκεται «εκτός» του.

Το ερώτημα-δίλημμα, ωστόσο, που αυτονόητα θέτει η κρυπτική φράση είναι: ποιος βλέπει και τι (αν «βλέπει») εκείνον που βλέπει και από πού κ.ο.κ. ώσπου το βλέμμα μεταπηδώντας να φεύγει, να στροβιλίζεται, να χάνεται στον ίλιγγο του απείρου έως εκεί που «το βλέπειν φέρνει σε αμηχανία το λέγειν» γιατί δεν υπάρχει πλέον αντικείμενο της όρασης και φως για να το δείξει. «Το όραμα πλημμυρίζει τα μάτια με φως… το φως είναι το ίδιο το όραμα»

 

Αν υποθέσουμε ότι η κοσμολογία του Ποιήματος εκτίνεται από τους Κήπους του Διος (ουρανός) ως τους Κήπους του Αδώνιδος (χλοερή Γη), περιλαμβάνοντας στην κυκλική τροχιά της τον Ιερό Κήπο της Αφροδίτης (Έρως), ακόμα ακόμα και τον Κήπο του Ατάραχου Φιλοσόφου (Επίκουρος), τότε στο κενό που σχηματίζεται ανάμεσα στους Κήπους της εμπειρίας και τις λέξεις-εικόνες τους κρέμεται ως μετάλλιο ο Κήπος της Εδέμ, Παράδεισος που χάθηκε από τα μάτια προκειμένου ν’ αναδυθούν από την απουσία του τα μάτια της Ψυχής –πόθος και φαντασία-, αεί να τον αναζητούν στα ριζώματα των λέξεων και των κειμένων.

      

Κήπος. Έκταση καλλιέργειας εντός αλλά και εκτός της Φύσης η οποία μετατρέπεται εδώ σε Ποίημα-θεώρημα από κείνον του οποίου την ύπαρξη κάθε κήπος συνεπάγεται: του αθέατου κηπουρού-ποιητή.

[ΠΗΓΗ: ΤΖΙΝΑ ΠΟΛΙΤΗ «Το Παιχνίδι του Κόσμου, το παιχνίδι της Ποίησης και ο Παίχτης», ειδικό τεύχος ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟΥ, Δεκέμβριος 2011]

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ ΝΟΣΤΟΥ (απόσπασμα από το δοκίμιο της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου)

Οι Λατίνοι στα παλιά ηλιακά ωρολόγια χάραζαν την επιγραφή «Sine sole sileo», δηλαδή «Χωρίς ήλιο σιωπώ». Κάτι ανάλογο, όπως ειπώθηκε, δεν θα αποτελούσε τολμηρότητα αν χαρασσόταν ως επιγραφή στο σύνολο της ποίησης του Ελύτη. Ο «ηλιοπότης», όπως αυτοχαρακτηρίζεται στο Άξιον Εστί, θα ήταν ένα επίθετο που οπωσδήποτε θα του άρμοζε, αποδίδοντας έτσι και το πυρηνικό στοιχείο της ποίησής του, κάτι που εύγλωττα προκύπτει και από τους τίτλους των συλλογών του: Ήλιος ο πρώτος, Παραλλαγές πάνω σε μια ηλιαχτίδα, Φωτόδεντρο, Ήλιος ο ηλιάτορας.

«Τον ήλιο», θα μας πει στα Ανοιχτά Χαρτιά, «τον έπλαθα όπως ο πεινασμένος το ψωμί στον ύπνο του». Σε αντίθεση με το σεφερικό φλέγμα, με το ενίοτε ψυχρό αγγλοσαξονικό προσωπείο, ο Ελύτης, σαφέστατα εξωστρεφής, σάρκινος και φυσιοκρατικός, καταθέτει έναν λόγο αίθριο αλλά και χρησμικό, στο πλαίσιο του οποίου ένας ολόκληρος θίασος λέξεων καθιστά τη φωτοπλαστικότητα καθοριστικό στοιχείο της ποιητικής του.

Ο υπερρεαλισμός δεν τον υπέταξε. Διείσδυσε στην ποίησή του φιλτραρισμένος με τη διαδικασία της όσμωσης.

Ο Ελύτης, έχοντας από πολύ νέος σπουδάσει τις ανασυντάξεις των εκφραστικών τρόπων – ως νέες αξίες ή ως νέες αυθάδειες απέναντι στην παρακμή των παρωχημένων σχημάτων της ορθόδοξης ποιητικής αντίληψης – κατόρθωσε με το διαισθητικό του ένστικτο να ανατάξει, να μεταπλάσει και να εντάξει στο έργο του εδάφια τελείως αναξιοποίητα για την ποίηση, που ενδημούσαν στη «θεολογία» του τόπου του, στον βιβλικό λόγο, στην ποίηση των Κοντακίων και των Ψαλμών, στους μετρικούς φθόγγους του Ρωμανού του Μελωδού, στην αρχαία, βυζαντινή και δημώδη ποίηση, και να τα συγκεράσει με τον υπερρεαλισμό. Η ποίηση του Ελύτη, και συγκεκριμένα το Άξιον Εστί, έχει δανειστεί το μουσικό της περπάτημα και τις ποιητικές της φόρμες από την εκκλησιαστική ποίηση και ιδίως από τη συντακτική και γλωσσική ιδιοτυπία του Ρωμανού του Μελωδού. Τα παραθέματα από τη Βίβλο (Παλαιά και Καινή), μεταμοσχευμένα στη στιχουργική πλοκή του Άξιον Εστί, καθιστούν το συνθετικό αυτό έργο λειτουργικό ποίημα, όπου λειτουργούνται Ελλάδα και Ορθοδοξία στην πολυκύμαντη διαχρονική τους ενότητα. Παρακάτω παραθέτω ορισμένους στίχους του ποιητή, που μοιάζουν να έλκουν την καταγωγή- έμπνευσή τους από κάποιους άλλους:

Γράφει ο Ελύτης: «Τα θεμέλιά μου στα βουνά»

Λέει στους (Ψαλμούς 86.1): «Οι θεμέλιοι αυτού εν τοις όρεσι τοις αγίοις»

Λέει στο Άξιον Εστί:

«Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα»,

ενώ ο Ρωμανός ο Μελωδός γράφει:

«Περιερχόμενοι την γην και εξερευνώντες αυτή μετά λύχνου του άστρου».

Συνεχίζει αλλού ο ποιητής:

«Ο λαιμός της Ελένης ωσάν παραλία»

«Ο τράχηλός σου ως ορμίσκοι» γράφει στο Άσμα Ασμάτων…

Η αισθητική του ενημερότητα λοιπόν, σε συνδυασμό με την κατακτημένη γνώση και το ταλέντο του, τον κατέστησαν έναν μύστη του lege artis.

Ο Ελύτης πάντως δεν υπήρξε ποιητής της ανάγκης. Είδε τη χώρα του περισσότερο με τη νατουραλιστική της διάσταση παρά με την κοινωνική. Πίστευε μ’ άλλα λόγια αυτό που ισχυριζόταν ο Eliot, ότι δηλαδή η ποίηση δεν απευθύνεται στο πλήθος, αλλά αποτελεί προνόμιο μιας πνευματικής ελίτ. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα και με όσα έγραψαν τότε κάποιοι κριτικοί, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι στον Ρίτσο η ποίηση κρατάει πανό, ενώ στον Ελύτη κάνει ηλιοθεραπεία.

Άλλωστε, και σαν φυσική παρουσία, ήταν ένας τύπος μοντέρνου εστέτ, χαρακτήρας κλειστός και μονήρης, ελάχιστα εκδηλωτικός, κεντρομόλος και αυτοελεγχόμενος, ένας ελιοτικός Prufrock, περιορισμένος στη συντροφιά της λιγοπρόσωπης παρέας που σύχναζε στο πατάρι του Λουμίδη της οδού Σταδίου, όπου έπινε τον καφέ του ακούγοντας τον σάλαγο της φωνής του Κατσίμπαλη. Μοναχικός συνεπώς αλλά και με πείσμα ακατάβλητο, θα εξομολογηθεί σε συνέντευξή του:

«Όταν έγραφα το Άξιον Εστί, έμεινα τέσσερα χρόνια κλεισμένος σε ένα δωμάτιο. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγα από το σπίτι της μάνας μου, όπου εκεί ήταν αδύνατο να εργαστώ. Τότε ο Εμπειρίκος μου δάνεισε ένα ράντσο κι ένα παλιό ραδιόφωνο, κι ο Κατσίμπαλης μου δάνεισε χρήματα, για να προπληρώσω τους δυο μήνες. Ήταν καλοκαίρι και δεν είχα ψυγείο να πιω δροσερό νερό. Απ’ το απέναντι σπίτι μού φέρνανε συχνά μια καράφα. Και μόλις βγήκε το Άξιον Εστί, μου επιτέθηκαν όλοι. «Ποίημα είναι αυτό; Αυτό είναι κατασκεύασμα!» Χρειάστηκαν τρία χρόνια για να το δεχτούν σιγά- σιγά. Θυμάμαι έκανα βόλτες στη βεράντα κι έλεγα: θα έρθει η εποχή που θα μιλάει κανένας για το Άξιον Εστί; Και βέβαια δεν το πίστευα»…

Επιχειρώντας λοιπόν μια βαθιά τομή στην πραγματικότητα, έριχνε την καθετή του μέσα στα γεγονότα, για να αλιεύσει το θαύμα, να ανασυνθέσει το φαινόμενο της ζωής, βάσει των στοιχείων που του προσκόμιζαν οι ασκημένες, όπως ένα λαγωνικό, αισθήσεις του, που, αν ήταν τυχερός – όπως έλεγε –, τις έβλεπε ενίοτε να επιστρέφουν από τα πεδία όπου τις είχε εξαπολύσει, κρατώντας στα δόντια τους θηράματα της ίδιας σπουδαιότητας μ’ αυτά που κατά καιρούς είχαν πετύχει να χτυπήσουν οι θρησκείες.

Κατ’ αυτό τον τρόπο ανακάλυπτε την ποίηση:

«την ατελεύτητη φορά προς το φως το φυσικό που είναι ο λόγος και το φως το Άκτιστο που είναι ο Θεός» (Aνοιχτά Xαρτιά, 1974)

Γίνεται έτσι κατηχούμενος ενός φωτός εαρινού και ίσως γι’ αυτό και αναστάσιμου, θυμίζοντάς μας τον Ανδρέα Εμπειρίκο:

Θα σπρώξουμε το μεγάλο λίθο που πλακώνει την καρδιά μας

και παίζοντας με παρηχήσεις θα ξαναβρούμε αναστάσιμο στο Έαρ τον Έρωτα.

Στην ευλογημένη αυτή χώρα όπου γεννήθηκε ο Ελύτης, οι άνθρωποι χρόνια πριν θεοποίησαν τον Έρωτα – τόσο τον πνευματικό όσο και τον σωματικό – με τον ίδιο φυσικό τρόπο με τον οποίο αργότερα έγιναν απόστολοι της χριστιανικής αγάπης στον κόσμο, ανασταίνοντας τη χωμάτινη ύπαρξη με δύο μόνο τρόπους: με τη θρησκευτική αφοσίωση προς το ερώμενο πρόσωπο και την ερωτική έλξη προς το απροσπέλαστο θείο. Ως εκ τούτου, ο ίδιος θα γράψει τον στίχο:

Είναι διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι

αλλά και τον στίχο:

Απ’ το Θεό τραβιέται ο άνθρωπος όπως ο καρχαρίας από το αίμα.

Οι στίχοι αυτοί ανήκουν στο γνωστό σκηνικό ποίημά του Μαρία Νεφέλη, που διέπεται από μια αυστηρή αλλά αόρατη δομή. Σ’ αυτό περιγράφεται ένα πραγματικό πρόσωπο, η πρώτη χίπισσα της Αθήνας. Με την τεχνική της αντίστιξης η Μαρία Νεφέλη συνομιλεί με τον Αντιφωνητή, που είναι ο ίδιος ο ποιητής με τις μνήμες και το παρελθόν του και που, όταν η κοπέλα γίνεται υποχθόνια, εκείνος πηγαίνει ψηλά. Όταν αυτή μιλάει διασπασμένα, όπως πολλά κορίτσια της σύγχρονης εποχής, εκείνος μιλάει μέσα απ’ τη διάσταση του ονείρου. Στο ποίημα αυτό όμως ο Ελύτης και πάλι δηλώνει απερίφραστα το διττό της ποιητικής του, που και μόνο από την επιλογή του ονόματος της ηρωίδας αποκαλύπτεται. Αναφέρομαι στην ενόραση και στον ερωτισμό. Η Μαρία της θεότητας και η Νεφέλη της αίσθησης δεν είναι παρά, όπως ειπώθηκε, το μαύρο και το λευκό που ανυψώνουν τις αισθήσεις σε επίπεδο καθαγιασμένο. Η Μαρία Νεφέλη, μετεωρισμένη από την αντανάκλαση των αγγέλων, ακούει την ψαλμωδία των παιδιών και ψάχνει την αληθινή της μέρα που πρέπει να παράπεσε κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη…

[ΕΥΤΥΧΙΑ - ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ, ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Κέδρος 2015]

 

 

ΑΥΤΑ ΠΟΥ Μ’ ΑΡΕΣΟΥΝ ΤΟΣΟ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΤΟΣΟ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΚΡΥΦΟ ΤΟΥΣ ΚΑΡΔΙΟΧΤΥΠΙ:

Αυτά που μ’ αρέσουν είναι και η μοναξιά μου.

Δεν σιμώνει κανένας.

Χρόνια τώρα περνάω τις ώρες μου συντροφιά με κάτι μεγάλες μισοσβησμένες νωπογραφίες, εικόνες παλιές αλλά φρέσκιες ακόμη από τα χείλη εκείνων που τις ασπάστηκαν, γυναίκες της αμιλησιάς και του κοντού χιτώνα που φυλάγουν το κουτί με τα διαμαντικά του ωκεανού.

Δεν σιμώνει κανένας.

Αν δεν είχα κάτι το πολύ δυνατό κι αθώο συνάμα να με συντηρεί, όπως οι μέντες και οι λουΐζες που ευδοκιμούν στην εξώστη μου, θα ’χα πεθάνει της πείνας. Τόσο μακριά βρίσκομαι από τα πράγματα, τόσο κοντά στο κρυφό τους καρδιοχτύπι.

Ξυπνάω τις νύχτες ανήσυχος για κάποιαν απόχρωση του μωβ, ποτέ μου όμως για το τι μπορεί να γίνεται στα εμπορεία της Αγοράς.

Αλήθεια, δεν έχω ιδέαν. Ακούω πως έχουν πάντα μεγάλη πέραση τα δάκρυα κι οι αναστεναγμοί (τ’ αντίγραφα, όχι τα πρωτότυπα) όπως κι οι διακυμάνσεις του δολαρίου, ο πληθωρισμός, οι συναλλαγές των κομμάτων –αλίμονο.

Μ’ έφαγε, όπως τις καρένες των καϊκιών ο αρμόβουρκος, η μοναξιά. Και τα χρόνια περνούν…

 

Ω, ας είναι καλά ο άγγελος μου ο κατεβασμένος από κάποιο τέμπλο, θεός του ανέμου συνάμα κι Έρως και Γοργόνα, θα ’λεγες τον είχα κάνει πριν γεννηθώ ειδική παραγγελία. Με την ευλογία του παλαντζάρω καλύτερα τις φουρτούνες τις δικές μου και προχωρώ στις επικίνδυνες περιοχές, τα ύφαλα και τις κρυφονεριές, περασμένα μεσάνυχτα με αναμμένα τα δυο μου φωτάκια πρόσω ηρέμα… Είναι φορές που αισθάνομαι βάρκα σε κήπο! Αχνές γάζες γαλάζιες ή μωβ με καλύπτουν από το ένα μέρος ενώ το άλλο μου ακόμη αναδίνει άρμη αιώνων, θα ’λεγες από πλαγίαυλο ανεβαίνει σμύρνα υάκινθων κι υγρή γλύκα Κυμοθόης. Αυτή η βάρκα είμαι εγώ. Κι όταν λέω «εγώ» εννοώ τον ατέρμονα μετέπειτά μου. Δίχως τέλος. [Οδυσσέας Ελύτης, Ιδιωτική Οδός, Ύψιλον/ βιβλία 1990]

Δευτέρα, 2 Νοεμβρίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου